- ουραγκουτάγκος
- ο орангутанг
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ουραγκουτάγκος — (pongo pygmaeus, από το μαλαϊκό οράνγκ χουτάν = άνθρωπος των δασών). Κατάρρινος πίθηκος της οικογένειας των ανθρωπόμορφων. Ονομάζεται και οραγκουτάγκος. Σε όρθια θέση το ενήλικο άτομο μπορεί να φτάσει σχεδόν τα 2 μ. σε ύψος με άνοιγμα βραχίονων 3 … Dictionary of Greek
πίθηκοι — Θηλαστικά διάφορων διαστάσεων και μορφών, που αποτελούν την τάξη των πρωτευόντων. Το κρανίο τους χαρακτηρίζεται από το ότι έχει τις κογχιακές κοιλότητες καθαρά ξεχωριστές από τις κροταφικές και στραμμένες προς τα εμπρός. Η οδοντοφυΐα είναι πλήρης … Dictionary of Greek